εγκόλπιος

εγκόλπιος
ος, ο ν
1) нагрудный;

εγκόλπιος σταυρός — нагрудный крест;

2) карманный;

εγκόλπιόν λεξικόν — карманный словарь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εγκόλπιος" в других словарях:

  • ἐγκόλπιος — in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκόλπιος — α, ο (AM ἐγκόλπιος, ον) 1. αυτός που φέρεται ή τοποθετείται στο στήθος («εγκόλπιος σταυρός») 2. το ουδ. ως ουσ. οποιοδήποτε κόσμημα ή διακριτικό φέρεται στο στήθος κρεμασμένο με αλυσίδα από τον λαιμό μσν. νεοελλ. α) το επιστήθιο τού επισκόπου (με …   Dictionary of Greek

  • ἐγκόλπιον — ἐγκόλπιος in masc/fem acc sg ἐγκόλπιος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκολπίου — ἐγκόλπιος in masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκολπίους — ἐγκόλπιος in masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκολπίων — ἐγκόλπιος in masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκόλπια — ἐγκόλπιος in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκόλπιοι — ἐγκόλπιος in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκόλπι — και γκόλφι και γκόρφι, το το εγκόλπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εγκόλπιον «φυλακτό», ουδ. του επιθ. εγκόλπιος] …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • περικόλπιος — ον, Μ (για βρέφος) αυτός που βρίσκεται στον κόλπο, στον κόρφο τής μητέρας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κόλπος (πρβλ. εγκόλπιος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»